σκοπέλων

σκοπέλων
σκόπελον
mound
neut gen pl
σκόπελος
lookoutplace
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • σκοπελοδρόμος — ον, Α αυτός που τρέχει διά μέσου σκοπέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόπελος + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • χαιτόμορφο — το, Ν βοτ. γένος χλωροφυκών που αναπτύσσεται στις κοιλότητες τών υφάλων και τών σκοπέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaetomorpha] …   Dictionary of Greek

  • χαλάβρα — Συστάδα 6 μικρών δωδεκανησιακών νησιών, 3 σκοπέλων και μερικών υφάλων. Καλύπτουν έκταση 2 μιλίων μεταξύ Πάτμου και Λειψών. Η περιοχή είναι πλόιμη με βάρκες. * * * η, Ν ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χάλαβρο, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γαυριονήσια — Ομάδα νησιών και σκοπέλων, που βρίσκονται μπροστά στον όρμο του Γαυρίου στην Άνδρο και Α του ομώνυμου χωριού. Τα σπουδαιότερα λέγονται Μεγαλονήσι, Λαγονήσι, Τουρζίνα, Πρασονήσι, Πλάτη, Ακαμάτης και Γάιδαρος …   Dictionary of Greek

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”